νηκτόν

νηκτόν
(субстантивированное прилагательное) способность плавать

Ancient Greek-Russian simple. 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νηκτόν" в других словарях:

  • νηκτόν — νηκτός swimming masc acc sg νηκτός swimming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Нектокарис — ? † Nectocaris pteryx …   Википедия

  • πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… …   Dictionary of Greek

  • Nectocaris — pteryx Temporal range: Middle Cambrian, 505 Ma …   Wikipedia

  • Necton — ► sustantivo masculino BIOLOGÍA Conjunto de animales dotados de los órganos necesarios para poder moverse por su propio impulso a través del agua, en oposición a plancton, que lo hace ayudado de las corrientes marinas. * * * necton (del gr.… …   Enciclopedia Universal

  • νηκτός — ή, ο (ΑΜ νηκτός, ή, όν) αυτός που κολυμπά στο νερό νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νηκτό(ν) βιολ. το άθροισμα τών πελαγικών ζώων τα οποία κολυμπούν ενεργητικά και ανεξάρτητα από την κίνηση τών υδάτινων μαζών που τά περιβάλλουν μσν. το ουδ. ως ουσ.… …   Dictionary of Greek

  • πέλαγος — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 680μ.), στην πρώην επαρχία Μαντινείας, του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (4 τ. χλμ.) και βρίσκεται BA της Τρίπολης. * * * το, ΝΜΑ, και διαλ. τ. πέλαγο και πέλαο Ν 1. η μακριά από τις ακτές ανοιχτή θάλασσα… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • πελαγική πανίδα — Με το όνομα αυτό χαρακτήρισε ο Γερμανός φυσιοδίφης Γιοχάνες Πέτερ Μίλερ (1801 – 1858) το σύνολο των ζώων, που ζουν, μόνιμα ή προσωρινά, στη θάλασσα, μακριά από τις ακτές και τον βυθό. Περιλαμβάνονται σε αυτήν οργανισμοί που αφήνονται να… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτό — Με τον όρο αυτό –που προέρχεται από το ρήμα πλανώμαι– χαρακτηρίζεται το σύνολο των οργανισμών που ζουν στη μάζα των νερών, σε αντίθεση με το βένθος, που αποτελείται από τους οργανισμούς του βυθού. Με την ευρεία αυτή έννοια, το π. περιλαβαίνει… …   Dictionary of Greek

  • necton — (Del gr. νηκτόν, n. de νηκτός, que nada). m. Biol. Conjunto de organismos acuáticos que, como los peces, son capaces de desplazarse, a diferencia de los planctónicos …   Diccionario de la lengua española


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»